- ἑλκυστός
- ἑλκυστόςductilemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑλκυστά — ἑλκυστός ductile neut nom/voc/acc pl ἑλκυστά̱ , ἑλκυστός ductile fem nom/voc/acc dual ἑλκυστά̱ , ἑλκυστός ductile fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστόν — ἑλκυστός ductile masc acc sg ἑλκυστός ductile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσταῖς — ἑλκυστός ductile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυσταί — ἑλκυστός ductile fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστοῖς — ἑλκυστός ductile masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστοί — ἑλκυστός ductile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστούς — ἑλκυστός ductile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέλκυστος — η, ο αυτός που ελκύεται εύκολα, ο ευκολοτράβηχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκυστος (< ελκύω), πρβλ. αν έλκυστος] … Dictionary of Greek
ευεξέλκυστος — εὐεξέλκυστος, ον (Α) αυτός που αποσπάται, που εξάγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ ελκυστός (< εξ έλκω), τ. που εμφανίζει το παράλληλο παρεκτεταμένο θ. ελκ υ (κατά το ερύω) τού ρ. έλκω] … Dictionary of Greek
ρυτός — (I) ή, όν, Α βλ. ρυτός. (II) ή, όν, Α αυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά τα ηνία αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek